ἀνθράκινος: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(6_10) |
(big3_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθράκινος''': -η, -ον, ἐξ ἄνθρακος (τοῦ πολυτίμου λίθου), «ἀνθράκινον [[κυλίκιον]] [[προκείμενον]] ἀπὸ ταλάντων τρισμυρίων» Ἑβδ. (Ἐσθ. α΄, 7). | |lstext='''ἀνθράκινος''': -η, -ον, ἐξ ἄνθρακος (τοῦ πολυτίμου λίθου), «ἀνθράκινον [[κυλίκιον]] [[προκείμενον]] ἀπὸ ταλάντων τρισμυρίων» Ἑβδ. (Ἐσθ. α΄, 7). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-η, -ον<br /><b class="num">I</b> adj. [[hecho de granate]] κυλίκιον LXX <i>Es</i>.1.7, ἀ. λίθος carbunclo</i> op. πράσινος λίθος ‘cuarzo’, Ph.1.60.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἀνθρακίνου [[βαφή]] [[tinte azul oscuro]], <i>PHolm</i>.110.<br /><b class="num">2</b> plu. lat. <i>anthracina</i>, -<i>orum</i>, [[vestidos negros de luto]] Varro en Nonius Marcellus p.882. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A of the nature of, or made of, a carbuncle, LXXEs.1.7. 2 ἀνθρακίνου βαφή blue dye (woad), PHolm.18.35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθράκινος: -η, -ον, ἐξ ἄνθρακος (τοῦ πολυτίμου λίθου), «ἀνθράκινον κυλίκιον προκείμενον ἀπὸ ταλάντων τρισμυρίων» Ἑβδ. (Ἐσθ. α΄, 7).
Spanish (DGE)
-η, -ον
I adj. hecho de granate κυλίκιον LXX Es.1.7, ἀ. λίθος carbunclo op. πράσινος λίθος ‘cuarzo’, Ph.1.60.
II subst.
1 ἀνθρακίνου βαφή tinte azul oscuro, PHolm.110.
2 plu. lat. anthracina, -orum, vestidos negros de luto Varro en Nonius Marcellus p.882.