ἀνεπόπτευτος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach
(6_18) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπόπτευτος''': -ον, ὁ μὴ γινόμενος [[ἐπόπτης]], ὁ μὴ μυηθεὶς τελείως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ. ἐν λέξει, πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 58, Η΄, 124. | |lstext='''ἀνεπόπτευτος''': -ον, ὁ μὴ γινόμενος [[ἐπόπτης]], ὁ μὴ μυηθεὶς τελείως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ. ἐν λέξει, πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 58, Η΄, 124. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no ha sido admitido a la ἐποπτεία]] (grado supremo de iniciación en los misterios de Eleusis), Hyp.<i>Fr</i>.174, cf. Poll.8.124. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not admitted among the ἐπόπται, Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.
German (Pape)
[Seite 225] der nicht ἐπόπτης geworden, nicht ganz in die Eleusinischen Geheimnisse eingeweiht worden, Hyperid. bei VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπόπτευτος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐπόπτης, ὁ μὴ μυηθεὶς τελείως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ. ἐν λέξει, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 58, Η΄, 124.
Spanish (DGE)
-ον
que no ha sido admitido a la ἐποπτεία (grado supremo de iniciación en los misterios de Eleusis), Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.