ἀντεξηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(6_6)
 
(big3_5)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντεξηγέομαι''': ἐξηγοῦμαι καὶ ἐγὼ ἐξ ἄλλου, Ὠριγέν. Κέλσ. σ. 282.
|lstext='''ἀντεξηγέομαι''': ἐξηγοῦμαι καὶ ἐγὼ ἐξ ἄλλου, Ὠριγέν. Κέλσ. σ. 282.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[interpretar en sentido contrario]] τοῖς μὲν βιβλίοις συγκατατιθέμενοι, τὸν δὲ νοῦν ἀντεξηγούμενοι Origenes <i>Cels</i>.5.65.<br /><b class="num">2</b> [[explicar a su vez]] αὐτῷ ἀντεξηγεῖτο ὅτι ... X.Eph.5.9.10.
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεξηγέομαι: ἐξηγοῦμαι καὶ ἐγὼ ἐξ ἄλλου, Ὠριγέν. Κέλσ. σ. 282.

Spanish (DGE)

1 interpretar en sentido contrario τοῖς μὲν βιβλίοις συγκατατιθέμενοι, τὸν δὲ νοῦν ἀντεξηγούμενοι Origenes Cels.5.65.
2 explicar a su vez αὐτῷ ἀντεξηγεῖτο ὅτι ... X.Eph.5.9.10.