ἀποκαρπόω: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(6_2)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκαρπόω''': [[παράγω]] καρπόν, [[παράγω]], ἀποκεκάρπωκε δὲ καὶ ἐς τὰς ἰγνύας πολυπλόκους φλέβας Ἱππ. 279. 34: - Μέσ., [[ἀπολαύω]] τοῦ καρποῦ τινος τὸ πρῶτον [[γέρας]], Ἐπιφάν. τ. 1. 741Β.
|lstext='''ἀποκαρπόω''': [[παράγω]] καρπόν, [[παράγω]], ἀποκεκάρπωκε δὲ καὶ ἐς τὰς ἰγνύας πολυπλόκους φλέβας Ἱππ. 279. 34: - Μέσ., [[ἀπολαύω]] τοῦ καρποῦ τινος τὸ πρῶτον [[γέρας]], Ἐπιφάν. τ. 1. 741Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hacer salir]], [[brotar]] ἀποκεκάρπωκε ... πολυπλόκους φλέβας Hp.<i>Oss</i>.17.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[disfrutar]] τῇ ἐπὶ τόπων τυραννίᾳ χρώμενοι ἐμοῦ τελοῦντος ἀποκαρποῦνται <i>PAmh</i>.2.142.15 (IV d.C.), ὅσα δὲ πράττουσιν ἐν τῷ σώματι ... ταῦτα ἀποκαρποῦνται Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.15.
}}
}}

Revision as of 12:15, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκαρπόω Medium diacritics: ἀποκαρπόω Low diacritics: αποκαρπόω Capitals: ΑΠΟΚΑΡΠΟΩ
Transliteration A: apokarpóō Transliteration B: apokarpoō Transliteration C: apokarpoo Beta Code: a)pokarpo/w

English (LSJ)

   A throw off, send out, φλέβας Hp.Oss.17:—Med., enjoy the fruits of, τι PAmh.2.142.15 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 305] Früchte treiben; hervorsprießen lassen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαρπόω: παράγω καρπόν, παράγω, ἀποκεκάρπωκε δὲ καὶ ἐς τὰς ἰγνύας πολυπλόκους φλέβας Ἱππ. 279. 34: - Μέσ., ἀπολαύω τοῦ καρποῦ τινος τὸ πρῶτον γέρας, Ἐπιφάν. τ. 1. 741Β.

Spanish (DGE)

1 hacer salir, brotar ἀποκεκάρπωκε ... πολυπλόκους φλέβας Hp.Oss.17.
2 en v. med. disfrutar τῇ ἐπὶ τόπων τυραννίᾳ χρώμενοι ἐμοῦ τελοῦντος ἀποκαρποῦνται PAmh.2.142.15 (IV d.C.), ὅσα δὲ πράττουσιν ἐν τῷ σώματι ... ταῦτα ἀποκαρποῦνται Epiph.Const.Haer.26.15.