ἀρᾳδιούργητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(6_17)
 
(big3_6)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρᾳδιούργητος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ῥαδιουργίας, «ἀκαπήλευτον, ἄδολον, καθαρόν, ἀρᾳδιούργητον» Α. Β. 357, 28, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀκαπήλευτον.
|lstext='''ἀρᾳδιούργητος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ῥαδιουργίας, «ἀκαπήλευτον, ἄδολον, καθαρόν, ἀρᾳδιούργητον» Α. Β. 357, 28, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀκαπήλευτον.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no tomado a la ligera]], [[tomado escrupulosamente]] del día de Pascua ἀρᾳδιούργητον ἄγομεν τὴν ἡμέραν observamos la fiesta escrupulosamente</i> Polycr.Eph. en Eus.<i>HE</i> 5.24.2, cf. Nil.M.79.865A<br /><b class="num">•</b>de ahí [[sin fraude]], [[puro]] ἀκαπήλευτον· ἄδολον, καθαρόν, ἀ. <i>AB</i> 357, Sud.s.u. ἀκαπήλευτον.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[escrupulosamente]], [[sin fraude]] Ius.<i>Edict</i>.7.7.
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀρᾳδιούργητος: -ον, ὁ ἄνευ ῥαδιουργίας, «ἀκαπήλευτον, ἄδολον, καθαρόν, ἀρᾳδιούργητον» Α. Β. 357, 28, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀκαπήλευτον.

Spanish (DGE)

-ον
1 no tomado a la ligera, tomado escrupulosamente del día de Pascua ἀρᾳδιούργητον ἄγομεν τὴν ἡμέραν observamos la fiesta escrupulosamente Polycr.Eph. en Eus.HE 5.24.2, cf. Nil.M.79.865A
de ahí sin fraude, puro ἀκαπήλευτον· ἄδολον, καθαρόν, ἀ. AB 357, Sud.s.u. ἀκαπήλευτον.
2 adv. -ως escrupulosamente, sin fraude Ius.Edict.7.7.