ἀρυτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
(6_11) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρῠτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ἀρύω]]) [[κύαθος]], ἢ [[εἶδος]] κυκήθρου, «κουτάλας», βαλὼν εἰς κρατῆρα πλατύστομον, καὶ ἐπιχέας [[ὕδωρ]], ἀνάχει, ἀρυτῆρι ταράσσων ῥαγδαίως Διοσκ. 2. 84. | |lstext='''ἀρῠτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ἀρύω]]) [[κύαθος]], ἢ [[εἶδος]] κυκήθρου, «κουτάλας», βαλὼν εἰς κρατῆρα πλατύστομον, καὶ ἐπιχέας [[ὕδωρ]], ἀνάχει, ἀρυτῆρι ταράσσων ῥαγδαίως Διοσκ. 2. 84. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[cazo]] ἐπιχέας ὕδωρ ἀνάχει ἀρυτῆρι ῥαγδαίως Dsc.2.74.<br /><b class="num">2</b> prob. [[riego]] ἐμίσθωσεν ... εἰς τὸν ἀρυτῆρα τοῦ ἐνεστῶτος ἔτους τὰς ἀρούρας ... <i>PLond</i>.inéd.2210 (I a.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ῆρος, ὁ, (ἀρύω)
A ladle or cup, Dsc.2.74. 2 perh. irrigation, ἐμίσθωσεν . . εἰς τὸν ἀρυτῆρα τοῦ ἐνεστῶτος ἔτους τὰς ἀρού[ρας . . PLond.ined.2210 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 364] ῆρος, ὁ, ein Gefäß zum Schöpfen, Löffel, Kelle, Sp. Auch ein bestimmtes Maaß für flüssige Dinge, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρῠτήρ: ῆρος, ὁ, (ἀρύω) κύαθος, ἢ εἶδος κυκήθρου, «κουτάλας», βαλὼν εἰς κρατῆρα πλατύστομον, καὶ ἐπιχέας ὕδωρ, ἀνάχει, ἀρυτῆρι ταράσσων ῥαγδαίως Διοσκ. 2. 84.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 cazo ἐπιχέας ὕδωρ ἀνάχει ἀρυτῆρι ῥαγδαίως Dsc.2.74.
2 prob. riego ἐμίσθωσεν ... εἰς τὸν ἀρυτῆρα τοῦ ἐνεστῶτος ἔτους τὰς ἀρούρας ... PLond.inéd.2210 (I a.C.).