Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀφηλιώτης: Difference between revisions

From LSJ
(6_19)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφηλιώτης''': -ου, ὁ, ὁ [[ἀνάλογος]] (ἀλλ’ οὐχὶ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.) [[τύπος]] τοῦ [[ἀπηλιώτης]] (ὃ ἴδε), Συλλ. Ἐπιγρ. 6180, καὶ ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τῆς Ἀρρ. Ἀν. 5. 6, 4, κ. ἀλλ.· - οὕτω τὸ ἐπίθ. ἀφηλιωτικὸς παρὰ Πτολεμ. ἐν Γεωγρ. 1. 11.
|lstext='''ἀφηλιώτης''': -ου, ὁ, ὁ [[ἀνάλογος]] (ἀλλ’ οὐχὶ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.) [[τύπος]] τοῦ [[ἀπηλιώτης]] (ὃ ἴδε), Συλλ. Ἐπιγρ. 6180, καὶ ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τῆς Ἀρρ. Ἀν. 5. 6, 4, κ. ἀλλ.· - οὕτω τὸ ἐπίθ. ἀφηλιωτικὸς παρὰ Πτολεμ. ἐν Γεωγρ. 1. 11.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀπηλιώτης]].
}}
}}

Revision as of 12:19, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφηλῐώτης Medium diacritics: ἀφηλιώτης Low diacritics: αφηλιώτης Capitals: ΑΦΗΛΙΩΤΗΣ
Transliteration A: aphēliṓtēs Transliteration B: aphēliōtēs Transliteration C: afiliotis Beta Code: a)fhliw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ἀπηλιώτης (q.v.), IG14.1308, Apion ap.J.Ap. 2.2:—hence Adj. ἀφηλῐωτικός, ή, όν, Ptol.Geog.1.11, Gem.2.11.

German (Pape)

[Seite 409] zw. L., = ἀπηλιώτης, Arr. An. 5, 6, 1, Krüger ἀπ.; ἀφηλιωτικός Ptol.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφηλιώτης: -ου, ὁ, ὁ ἀνάλογος (ἀλλ’ οὐχὶ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.) τύπος τοῦ ἀπηλιώτης (ὃ ἴδε), Συλλ. Ἐπιγρ. 6180, καὶ ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τῆς Ἀρρ. Ἀν. 5. 6, 4, κ. ἀλλ.· - οὕτω τὸ ἐπίθ. ἀφηλιωτικὸς παρὰ Πτολεμ. ἐν Γεωγρ. 1. 11.

Spanish (DGE)

v. ἀπηλιώτης.