βου-: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6_20)
(big3_9)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''βου-''': συχνὸν ἐν συνθέσ. πρὸς ἔκφρασιν καθ’ ὑπερβολὴν μεγάλου τινὸς ἢ τερατώδους πράγματος, π.χ. [[βούλιμος]], [[βούπαις]], βουγάιος, [[βουφάγος]], [[βουχανδής]]. Ἀναμφιβόλως [[εἶναι]] [[τύπος]] τις τῆς λέξεως [[βοῦς]], [[ἐπειδὴ]] εὑρίσκομεν σύνθετα καὶ ἐκ τοῦ [[ἵππος]], ὡς τὰ ἀγγ. horse-laugh, horse-chesnut, horse-radish, κτλ.
|lstext='''βου-''': συχνὸν ἐν συνθέσ. πρὸς ἔκφρασιν καθ’ ὑπερβολὴν μεγάλου τινὸς ἢ τερατώδους πράγματος, π.χ. [[βούλιμος]], [[βούπαις]], βουγάιος, [[βουφάγος]], [[βουχανδής]]. Ἀναμφιβόλως [[εἶναι]] [[τύπος]] τις τῆς λέξεως [[βοῦς]], [[ἐπειδὴ]] εὑρίσκομεν σύνθετα καὶ ἐκ τοῦ [[ἵππος]], ὡς τὰ ἀγγ. horse-laugh, horse-chesnut, horse-radish, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=prefijo de composición que confiere valor aumentativo τὸ γὰρ βου προτασσόμενον τὸ μέγα δηλοῖ Seleuc.<i>Fr</i>.2, cf. Hsch.
}}
}}

Revision as of 12:21, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βου Medium diacritics: βου- Low diacritics: βου- Capitals: ΒΟΥ-
Transliteration A: bou- Transliteration B: bou- Transliteration C: vou- Beta Code: bou

English (LSJ)

prefix used in compos. (cf. βουγάϊος, etc.),

   A huge, monstrous. (From βοῦς, cf. ἵππο-.)

Greek (Liddell-Scott)

βου-: συχνὸν ἐν συνθέσ. πρὸς ἔκφρασιν καθ’ ὑπερβολὴν μεγάλου τινὸς ἢ τερατώδους πράγματος, π.χ. βούλιμος, βούπαις, βουγάιος, βουφάγος, βουχανδής. Ἀναμφιβόλως εἶναι τύπος τις τῆς λέξεως βοῦς, ἐπειδὴ εὑρίσκομεν σύνθετα καὶ ἐκ τοῦ ἵππος, ὡς τὰ ἀγγ. horse-laugh, horse-chesnut, horse-radish, κτλ.

Spanish (DGE)

prefijo de composición que confiere valor aumentativo τὸ γὰρ βου προτασσόμενον τὸ μέγα δηλοῖ Seleuc.Fr.2, cf. Hsch.