βριθοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(Bailly1_1)
(big3_9)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />poids, lourd fardeau.<br />'''Étymologie:''' [[βρίθω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />poids, lourd fardeau.<br />'''Étymologie:''' [[βρίθω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(βρῑθοσύνη) -ης, ἡ<br />[[peso]] μέγα δ' ἔβραχε φήγινος [[ἄξων]] βριθοσύνῃ <i>Il</i>.5.839, πέσε δὲ λίθος [[εἴσω]] βριθοσύνῃ <i>Il</i>.12.460, ἀιδνὴ κήκιε λιγνὺς βριθοσύνῃ A.R.1.390, cf. Nonn.<i>D</i>.1.298, Hsch.
}}
}}

Revision as of 12:21, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῑθοσύνη Medium diacritics: βριθοσύνη Low diacritics: βριθοσύνη Capitals: ΒΡΙΘΟΣΥΝΗ
Transliteration A: brithosýnē Transliteration B: brithosynē Transliteration C: vrithosyni Beta Code: briqosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A weight, Il.5.839, 12.460, Nonn.D.1.298.

German (Pape)

[Seite 464] ἡ, dasselbe, Hom. zweimal, dativ. βριθοσύνῃ Versanfang, Iliad. 5, 839 μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων

Greek (Liddell-Scott)

βρῑθοσύνη: ἡ, βάρος, βαρύτης, Ἰλ. Ε. 839, Μ, 460.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
poids, lourd fardeau.
Étymologie: βρίθω.

Spanish (DGE)

(βρῑθοσύνη) -ης, ἡ
peso μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων βριθοσύνῃ Il.5.839, πέσε δὲ λίθος εἴσω βριθοσύνῃ Il.12.460, ἀιδνὴ κήκιε λιγνὺς βριθοσύνῃ A.R.1.390, cf. Nonn.D.1.298, Hsch.