γιγγλυμώδης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
(6_7) |
(big3_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γιγγλῠμώδης''': -ες, ([[εἶδος]])= [[γιγγλυμοειδής]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 22. | |lstext='''γιγγλῠμώδης''': -ες, ([[εἶδος]])= [[γιγγλυμοειδής]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 22. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες<br />zool. subst. τὸ γιγγλυμῶδες [[charnela o juntura de los bivalvos]] αἱ ... λεπάδες κάτω ἐν τῷ βάθει, τὰ ... δίθυρα ἐν τῷ γιγγλυμώδει Arist.<i>HA</i> 529<sup>a</sup>31. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ες,
A = γιγγλυμοειδής, Arist.HA529a32.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγλῠμώδης: -ες, (εἶδος)= γιγγλυμοειδής, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 22.
Spanish (DGE)
-ες
zool. subst. τὸ γιγγλυμῶδες charnela o juntura de los bivalvos αἱ ... λεπάδες κάτω ἐν τῷ βάθει, τὰ ... δίθυρα ἐν τῷ γιγγλυμώδει Arist.HA 529a31.