δάφνινος: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(6_11) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δάφνῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ δάφνης πεποιημένος, [[ἔλαιον]] Θεόφρ. π. Ὀσμ. 28, Διοσκ. 1. 50· ὁ ἐκ ξύλου δάφνης, ὅρπηξ Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 1. | |lstext='''δάφνῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ δάφνης πεποιημένος, [[ἔλαιον]] Θεόφρ. π. Ὀσμ. 28, Διοσκ. 1. 50· ὁ ἐκ ξύλου δάφνης, ὅρπηξ Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δάφνῐνος) -η, -ον<br />[[de laurel]] ὅρπηξ Call.<i>Ap</i>.1, ῥάβδος D.T.630.20, ξύλα Philum.<i>Ven</i>.7.4, χρῶμα δ. color de laurel</i> para pintar <i>PLond</i>.928.13 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[hecho de laurel o de bayas de laurel]] [[ἔλαιον]] Hp.<i>Morb</i>.2.13, <i>Mul</i>.1.75, Dsc.1.40, Paul.Aeg.3.1.3, <i>Hippiatr</i>.1.33, μύρον Hp.<i>Mul</i>.1.74, Thphr.<i>Od</i>.28, 42, χρῖσμα <i>PLond</i>.928.13 (III d.C.) en <i>BL</i> 3.94, οἶνος Dsc.5.36, στέφανος Philonid. en Ath.675e, <i>IG</i> 9(2).1109.40 (Magnesia II a.C.), <i>GDI</i> 1807.20 (Delfos), Plu.2.645d, Artem.1.77, D.C.43.43.1, 48.16.1, στέμμα Eust.24.46<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. n. de un [[preparado hecho con fruto del laurel]] Aët.1.108, cf. 2.209. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A made of bay, ἔλαιον Thphr. Od.28, Dsc.1.40; of bay-wood, ὅρπηξ Call.h.Ap.1. II δάφνινον (sc. χρῶμα) PLond.3.928.13 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 525] vom Lorbeerbaume, ἔλαιον Hippocr.; χρίσμα, οἶνος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δάφνῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ δάφνης πεποιημένος, ἔλαιον Θεόφρ. π. Ὀσμ. 28, Διοσκ. 1. 50· ὁ ἐκ ξύλου δάφνης, ὅρπηξ Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 1.
Spanish (DGE)
(δάφνῐνος) -η, -ον
de laurel ὅρπηξ Call.Ap.1, ῥάβδος D.T.630.20, ξύλα Philum.Ven.7.4, χρῶμα δ. color de laurel para pintar PLond.928.13 (II d.C.)
•hecho de laurel o de bayas de laurel ἔλαιον Hp.Morb.2.13, Mul.1.75, Dsc.1.40, Paul.Aeg.3.1.3, Hippiatr.1.33, μύρον Hp.Mul.1.74, Thphr.Od.28, 42, χρῖσμα PLond.928.13 (III d.C.) en BL 3.94, οἶνος Dsc.5.36, στέφανος Philonid. en Ath.675e, IG 9(2).1109.40 (Magnesia II a.C.), GDI 1807.20 (Delfos), Plu.2.645d, Artem.1.77, D.C.43.43.1, 48.16.1, στέμμα Eust.24.46
•subst. τὸ δ. n. de un preparado hecho con fruto del laurel Aët.1.108, cf. 2.209.