διάπηγμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(6_21)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάπηγμα''': τό, ([[διαπήγνυμι]]) [[σταυροειδῶς]] ἐπικειμένη [[δοκός]], Φίλων καὶ Ἥρων ἐν Μαθ. Ἀρχ. σ. 74, 254· ὑποκορ. διαπηγμάτιον, τό, Φίλων [[αὐτόθι]] σ. 64.
|lstext='''διάπηγμα''': τό, ([[διαπήγνυμι]]) [[σταυροειδῶς]] ἐπικειμένη [[δοκός]], Φίλων καὶ Ἥρων ἐν Μαθ. Ἀρχ. σ. 74, 254· ὑποκορ. διαπηγμάτιον, τό, Φίλων [[αὐτόθι]] σ. 64.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> mec.<br /><b class="num">1</b> [[entramado]], [[armazón]] [[διάπηγμα]] κατασκευάζεται ἐκ τεσσάρων κανόνων συνεστηκός Hero <i>Bel</i>.100.8.<br /><b class="num">2</b> [[travesaño]], [[barra transversal]] Hero <i>Bel</i>.82.6, 83.7, 99.8, <i>Dioptr</i>.34, Heliod. en Orib.49.8.1, Sor.51.25, Ph.<i>Bel</i>.54.19<br /><b class="num">•</b>[[pieza transversal]] Hero <i>Aut</i>.11.9.<br /><b class="num">II</b> en ornamentación [[reborde]], [[ribete]] Aq.4<i>Re</i>.16.17.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπηγμα Medium diacritics: διάπηγμα Low diacritics: διάπηγμα Capitals: ΔΙΑΠΗΓΜΑ
Transliteration A: diápēgma Transliteration B: diapēgma Transliteration C: diapigma Beta Code: dia/phgma

English (LSJ)

ατος, τό, (διαπήγνυμι)

   A cross-bar, Ph. Bel.54.19, Hero Bel.83.8, Dioptr.34, Heliod. ap. Orib.49.7.1; partition, Hero Aut.11.9.

Greek (Liddell-Scott)

διάπηγμα: τό, (διαπήγνυμι) σταυροειδῶς ἐπικειμένη δοκός, Φίλων καὶ Ἥρων ἐν Μαθ. Ἀρχ. σ. 74, 254· ὑποκορ. διαπηγμάτιον, τό, Φίλων αὐτόθι σ. 64.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I mec.
1 entramado, armazón διάπηγμα κατασκευάζεται ἐκ τεσσάρων κανόνων συνεστηκός Hero Bel.100.8.
2 travesaño, barra transversal Hero Bel.82.6, 83.7, 99.8, Dioptr.34, Heliod. en Orib.49.8.1, Sor.51.25, Ph.Bel.54.19
pieza transversal Hero Aut.11.9.
II en ornamentación reborde, ribete Aq.4Re.16.17.