διαρθρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_10)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρθρωτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ σαφῶς διακρίνειν, [[διασαφητικός]], Ἐπίκτ. Ἐγχειρ. 52. 2) ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς διάρθρωσιν, διαμόρφωσιν, Σχόλ. Ἡσ. Θ. 139.
|lstext='''διαρθρωτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ σαφῶς διακρίνειν, [[διασαφητικός]], Ἐπίκτ. Ἐγχειρ. 52. 2) ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς διάρθρωσιν, διαμόρφωσιν, Σχόλ. Ἡσ. Θ. 139.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que da forma]] τὸ σκότος τὸ διαρθρωτικόν Sch.Hes.<i>Th</i>.139.<br /><b class="num">2</b> [[capaz de distinguir claramente]] τρίτος ὁ τόπος (ἐν φιλοσοφίᾳ) δ. Epict.<i>Ench</i>.52, τέχνη δ. S.E.<i>M</i>.1.300.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρθρωτικός Medium diacritics: διαρθρωτικός Low diacritics: διαρθρωτικός Capitals: ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diarthrōtikós Transliteration B: diarthrōtikos Transliteration C: diarthrotikos Beta Code: diarqrwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A explanatory, Epict.Ench.52; δ. τέχνη S.E.M.1.300; giving shape or form, Sch.Hes.Th.139.

German (Pape)

[Seite 599] ή, όν, gliedernd, ausbildend, Schol. Hes. Th. 139; – deutlich machend, Epict. ench. 52, 1.

Greek (Liddell-Scott)

διαρθρωτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ σαφῶς διακρίνειν, διασαφητικός, Ἐπίκτ. Ἐγχειρ. 52. 2) ὁ ἐπιτήδειος εἰς διάρθρωσιν, διαμόρφωσιν, Σχόλ. Ἡσ. Θ. 139.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que da forma τὸ σκότος τὸ διαρθρωτικόν Sch.Hes.Th.139.
2 capaz de distinguir claramente τρίτος ὁ τόπος (ἐν φιλοσοφίᾳ) δ. Epict.Ench.52, τέχνη δ. S.E.M.1.300.