διασαφητικός

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασᾰφητικός Medium diacritics: διασαφητικός Low diacritics: διασαφητικός Capitals: ΔΙΑΣΑΦΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diasaphētikós Transliteration B: diasaphētikos Transliteration C: diasafitikos Beta Code: diasafhtiko/s

English (LSJ)

διασαφητική, διασαφητικόν, affirmative, σύνδεσμος A.D.Conj.221.23; explanatory, Sch.Ar.Av.825, An.Ox.1.188; declaratory, EM415.27.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
gram.
1 aclarativo, explicativo de la conjunción ἤ A.D.Coni.221.16, EM 415.27G., Sch.Bek.Il.1.117, Sch.Ar.Au.824a.
2 adv. -ῶς con sentido aclarativo Porph.ad Il.p.8, Sch.Er.Il.1.117c.

German (Pape)

[Seite 601] ή, όν, erklärend, z. B. συνδεσμός, Schol. Ar. Av. 825.

Greek (Liddell-Scott)

διασᾰφητικός: -ή, -όν, ἐξηγητικός, Μ. Ἐτυμ. 415. 27.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διασαφητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που συντελεί στη διασάφηση, επεξηγηματικός
2. (γραμ.) (για σύνδεσμο) επεξηγηματικός
αρχ.
καταφατικός.