διεισδύνω: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(6_5) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διεισδύνω''': διεισδύομαι εἰς, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2, σ. 330, 5. | |lstext='''διεισδύνω''': διεισδύομαι εἰς, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2, σ. 330, 5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[penetrar en]] c. ac. (τὴν γῆν) Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.127, διεισδῦναι τοὺς πόρους Phlp.<i>in Cat</i>.35.30, εἰς τοὺς πόρους Alex.Aphr.<i>Pr</i>.2.76<br /><b class="num">•</b>abs. [[penetrar]] ἡ χολὴ ... διεισέρχεται καὶ διεισδύνει Steph.<i>in Hp.Progn</i>.204.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
or διεισδύω,
A go into and through, [τὴν γῆν] Alex.Aphr.Pr. 1.127; εἰς τοὺς πόρους ib.2.76, cf. Phlp.in Mete.93.37, al.
German (Pape)
[Seite 618] (s. δύνω), durch- u. hineingehen in etwas, τί, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεισδύνω: διεισδύομαι εἰς, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2, σ. 330, 5.
Spanish (DGE)
penetrar en c. ac. (τὴν γῆν) Alex.Aphr.Pr.1.127, διεισδῦναι τοὺς πόρους Phlp.in Cat.35.30, εἰς τοὺς πόρους Alex.Aphr.Pr.2.76
•abs. penetrar ἡ χολὴ ... διεισέρχεται καὶ διεισδύνει Steph.in Hp.Progn.204.6.