διχάμετρος: Difference between revisions
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
(6_18) |
(big3_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διχάμετρος''': -ον, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[διάμετρος]], Ἀριστ. Προβλ. 15. 2. | |lstext='''διχάμετρος''': -ον, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[διάμετρος]], Ἀριστ. Προβλ. 15. 2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que divide en dos partes]], [[γραμμή]] explicación a [[διάμετρος]] Arist.<i>Pr</i>.910<sup>b</sup>20. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, to explain διάμετρος, Arist.Pr.910b20.
Greek (Liddell-Scott)
διχάμετρος: -ον, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ διάμετρος, Ἀριστ. Προβλ. 15. 2.
Spanish (DGE)
-ον
que divide en dos partes, γραμμή explicación a διάμετρος Arist.Pr.910b20.