δουροδόκος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_15)
(big3_12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δουροδόκος''': ὁ, μία τῶν κυριωτάτων δοκῶν τῆς ὀροφῆς, «τὸ [[ξύλον]] τὸ ὑποδεχόμενον τῆς οἰκίας τὸν ὄροφον» Ἁρποκρ., Σουΐδ.· ἴδε Müller Archäol. d. Kunst § 283.
|lstext='''δουροδόκος''': ὁ, μία τῶν κυριωτάτων δοκῶν τῆς ὀροφῆς, «τὸ [[ξύλον]] τὸ ὑποδεχόμενον τῆς οἰκίας τὸν ὄροφον» Ἁρποκρ., Σουΐδ.· ἴδε Müller Archäol. d. Kunst § 283.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δορο- Sud.s.u. στρωτήρ, <i>EM</i> 731.10G.<br />[[viga]] τὰ μικρὰ δοκίδια τὰ ἐπάνω τῶν δουροδόκων τιθέμενα στρωτῆρας ἔλεγον Did.<i>CP</i> p.320, Sud.l.c., <i>EM</i> l.c.
}}
}}

Revision as of 12:26, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουροδόκος Medium diacritics: δουροδόκος Low diacritics: δουροδόκος Capitals: ΔΟΥΡΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: dourodókos Transliteration B: dourodokos Transliteration C: dourodokos Beta Code: dourodo/kos

English (LSJ)

ὁ,

   A one of the principal beams of the roof, Harp. s.v. στρωτήρ, EM 731.10.

Greek (Liddell-Scott)

δουροδόκος: ὁ, μία τῶν κυριωτάτων δοκῶν τῆς ὀροφῆς, «τὸ ξύλον τὸ ὑποδεχόμενον τῆς οἰκίας τὸν ὄροφον» Ἁρποκρ., Σουΐδ.· ἴδε Müller Archäol. d. Kunst § 283.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): δορο- Sud.s.u. στρωτήρ, EM 731.10G.
viga τὰ μικρὰ δοκίδια τὰ ἐπάνω τῶν δουροδόκων τιθέμενα στρωτῆρας ἔλεγον Did.CP p.320, Sud.l.c., EM l.c.