δραματικός: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(Bailly1_2) |
(big3_12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />dramatique, théâtral.<br />'''Étymologie:''' [[δρᾶμα]]. | |btext=ή, όν :<br />dramatique, théâtral.<br />'''Étymologie:''' [[δρᾶμα]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dramático]], [[δεῖ]] τοὺς μύθους καθάπερ ἐν ταῖς τραγῳδίαις συνιστάναι δραματικούς Arist.<i>Po</i>.1459<sup>a</sup>19, πλοκή Plu.2.973e, δραματικὴ περιπέτεια argumento de un drama</i> Hero <i>Def</i>.138.8<br /><b class="num">•</b>esp. como [[dialogístico]] (Ὅμηρος) μιμήσεις δραματικὰς ἐποίησεν Arist.<i>Po</i>.1448<sup>b</sup>35, τοὺς διαλόγους ... τοὺς μὲν δραματικούς, τοὺς δὲ διηγηματικούς, τοὺς δὲ μεικτούς de los diálogos platónicos, D.L.3.50, ἀποστρέψας τοῦ διηγήματος τὸν διάλογον ἐπὶ τὸ δραματικόν D.H.<i>Th</i>.38.1, cf. 37.2, Plu.2.711c, Him.10.1, Sch.Er.<i>Il</i>.2.494-877.<br /><b class="num">2</b> peyor. [[fantástico]], [[fingido]], [[inventado]] ὡς δραματικῆς μεστὸν ἀτοπίας διασύρουσιν D.H.1.84<br /><b class="num">•</b>compar. c. sent. intens., Philostr.<i>VA</i> 5.16<br /><b class="num">•</b>[[descomedido]], [[exagerado]] τῶν πραγμάτων τὰ δραματικὰ καὶ πανηγυρικά Plu.2.42a.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[dramáticamente]], [[en forma dialógica]] Ast.Am.<i>Hom</i>.1.12.1, Ammon.<i>in Cat</i>.4.15. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A dramatic, μιμήσεις Arist.Po.1448b35; μῦθοι ib.1459a19; δ. ἀτοπία such as is found in plays, D.H.1.84. Adv. -κῶς Ammon. in Cat.14.15, Eust.6.11.
German (Pape)
[Seite 665] dramatisch, zum Drama gehörig; μιμήσεις Arist. poet. 4, 13, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς δρᾶμα, μιμήσεις Ἀριστ. Ποιητ. 4, 12· μῦθοι αὐτόθι 23, 1· δ. ἀτοπία, οἵα εὑρίσκεται εἰς δράματα, Διον. Ἁλ. 1. 84. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Βασίλ. 1, 935, Εὐστ. 6. 11.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dramatique, théâtral.
Étymologie: δρᾶμα.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1dramático, δεῖ τοὺς μύθους καθάπερ ἐν ταῖς τραγῳδίαις συνιστάναι δραματικούς Arist.Po.1459a19, πλοκή Plu.2.973e, δραματικὴ περιπέτεια argumento de un drama Hero Def.138.8
•esp. como dialogístico (Ὅμηρος) μιμήσεις δραματικὰς ἐποίησεν Arist.Po.1448b35, τοὺς διαλόγους ... τοὺς μὲν δραματικούς, τοὺς δὲ διηγηματικούς, τοὺς δὲ μεικτούς de los diálogos platónicos, D.L.3.50, ἀποστρέψας τοῦ διηγήματος τὸν διάλογον ἐπὶ τὸ δραματικόν D.H.Th.38.1, cf. 37.2, Plu.2.711c, Him.10.1, Sch.Er.Il.2.494-877.
2 peyor. fantástico, fingido, inventado ὡς δραματικῆς μεστὸν ἀτοπίας διασύρουσιν D.H.1.84
•compar. c. sent. intens., Philostr.VA 5.16
•descomedido, exagerado τῶν πραγμάτων τὰ δραματικὰ καὶ πανηγυρικά Plu.2.42a.
II adv. -ῶς dramáticamente, en forma dialógica Ast.Am.Hom.1.12.1, Ammon.in Cat.4.15.