ἐμπικραίνομαι: Difference between revisions

big3_14
(6_14)
(big3_14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπικραίνομαι''': μέσ. ἢ παθ., εἶμαι πικρὸς κατά τινος, ἐμπικραινομένου (τοῦ Ἱππίου) Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Ἡρόδ. 5. 62, Δίων Κ. 47. 8· ἐπὶ νόσου, χειροτερεύω, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 6, 5.
|lstext='''ἐμπικραίνομαι''': μέσ. ἢ παθ., εἶμαι πικρὸς κατά τινος, ἐμπικραινομένου (τοῦ Ἱππίου) Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Ἡρόδ. 5. 62, Δίων Κ. 47. 8· ἐπὶ νόσου, χειροτερεύω, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 6, 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> de pers. [[exasperarse]], [[irritarse con]] c. dat. Ἱππίεω ... ἐμπικραινομένου Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Hdt.5.62, cf. D.C.47.8.4, abs. γυναικηίως Eus.Mynd.54.<br /><b class="num">2</b> de la enfermedad [[agravarse]], [[agudizarse]] Ἡρώδῃ ... ἡ νόσος ἐνεπικραίνετο I.<i>AI</i> 17.168.
}}
}}