ἐμπίμπρημι: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(Bailly1_2) |
(big3_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[ἐμπίπρημι]]. | |btext=<i>c.</i> [[ἐμπίπρημι]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> frec. cód. -πιπρ-<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [pres. inf. ἐμπιμπράναι Ar.<i>Nu</i>.1484, part. ἐμπιμπράς X.<i>An</i>.5.2.3, med. pres. ind. ἐμπίπραμαι Hdt.1.19, impf. 3<sup>a</sup> plu. ἐνεπίμπρασαν Th.6.94, X.<i>HG</i> 6.5.32; fut. 1<sup>a</sup> sg. ἐνιπρήσω <i>Il</i>.15.702, ἐμπρήσω Ar.<i>Th</i>.749, 3<sup>a</sup> plu. ἐμπρήσοντι <i>TEracl</i>.1.145 (IV a.C.), med. inf. ἐμπρήσεσθαι Paus.4.7.10, ἐνιπρήσεσθαι Q.S.1.494; aor. ind. 1<sup>a</sup> sg. ἐνέπρησα <i>Il</i>.9.242, S.<i>Ph</i>.801, inf. ἐνιπρῆσαι <i>Il</i>.13.319, 14.47, med. ind. 1<sup>a</sup> sg. ἐνεπρησάμην <i>PTeb</i>.61(b).289 (II a.C.), pas. aor. ind. 1<sup>a</sup> sg. ἐνεπρήσθην Hdt.5.102, 6.25, Th.4.29; perf. med.-pas. ind. 1<sup>a</sup> sg. ἐμπέπρησμαι Hdt.8.144, Ph.1.391, fut. perf. 3<sup>a</sup> sg. ἐμπεπρήσεται Hdt.6.9, inf. ἐμπεπρήσεσθαι Plu.<i>Sull</i>.27]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[incendiar]] frec. en cont. bélico, c. ac. y dat. instrum. πυρὶ νῆας <i>Il</i>.8.182, 217, 12.198, 14.47, cf. LXX 2<i>Pa</i>.36.19, τὴν πόλιν ἐν πυρί LXX <i>De</i>.13.16, cf. <i>Nu</i>.31.10, ἐὰν δέ τι οἱ πολέμιοι πειρῶνται ἐμπιμπράναι ἰσχυρᾷ σκευασίᾳ πυρός Aen.Tact.34.1, c. ac. y gen. αὐτὰς τ' ἐμπρήσειν ... πυρός <i>Il</i>.9.242, μὴ δὴ πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι <i>Il</i>.16.82, sólo c. ac. νῆας ἐνιπρῆσαι <i>Il</i>.13.319, 15.507, cf. Hdt.9.106, Th.6.64, Plb.16.31.5, οἰκήματα Hdt.1.17, cf. Ar.<i>Nu</i>.1484, Pl.<i>R</i>.471a, Herod.2.52, Phld.<i>Ir</i>.24.34, I.<i>BI</i> 1.334, τὰς θύρας Ar.<i>Lys</i>.311, τὰς σκηνὰς ἐρήμους Th.1.49, cf. 6.75, τὸ στρατόπεδον X.<i>HG</i> 1.6.37, cf. Plb.3.43.9, ξύλινον τεῖχος Hdt.4.123, cf. Th.6.102, στοάς Plb.4.62.2, τοῖς ἐμπρήσασι τὰ ἀρχεῖα καὶ τὰ δημόσια γράμματα <i>SIG</i> 684.22 (Dime II a.C.), τὰς μὲν ἀτειχίστους τῶν πόλεων X.l.c., cf. E.<i>Tr</i>.1260, <i>Eu.Matt</i>.22.7, I.<i>Vit</i>.410, <i>PThmouis</i> 1.104.14 (II d.C.), τὰς πόλιας ἐνεπίμπρασαν αὐτοῖσι τοῖσι ἱροῖσι Hdt.6.32, cf. Th.1.108, τὸ τέμενος <i>SIG</i> 372.8 (Samotracia III a.C.), cf. I.<i>BI</i> 5.405, Plb.4.19.6, LXX <i>Io</i>.8.19, I.<i>BI</i> 5.411, D.Chr.11.30, τὸ χρηστήριον τὸ τοῦ [[Διός]] Hdt.3.25, τά ἀγάλματα Hdt.3.37, τὸ [[ἄλσος]] Hdt.6.75, ἐμπρήσαντός τινος κατὰ μικρὸν τῆς ὕλης Th.4.30, cf. <i>TEracl</i>.l.c., σῖτον Th.6.94, πυ[ρ] οῦ γενήματα <i>PTeb</i>.l.c., cf. <i>PBerl.Leihg</i>.40.8 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. πολλὰς ... ἐμπρησάμενος τῆς πόλεως οἰκοδομίας Procop.<i>Goth</i>.8.33.14<br /><b class="num">•</b>en v. pas. Σάρδις ... ἐμπεπρῆσθαι ὑπό τε Ἀθηναίων Hdt.5.105, cf. Pl.<i>Grg</i>.469e, Aesop.54, οὔτε τὰ ἱρὰ οὔτε τὰ ἴδια ἐμπεπρήσεται Hdt.6.9, cf. 19, 25, 8.55, 144, συνοικιῶν ἐμπε[πρ] ησμένων <i>BGU</i> 1047.2.13 (II d.C.), τῶν ἐπαύλεων τῶν ἐμπεπρησμένων <i>IMylasa</i> 602.19 (I a.C.), cf. <i>SIG</i> 783.15 (Mantinea I a.C.), cf. D.H.8.68, ληίου ἐμπιμπραμένου ὑπὸ τῆς στρατιῆς Hdt.1.19, νῆσος Th.4.29, ὕλη ἐμπεπρησμένη el bosque incendiado</i> Arist.<i>Pr</i>.906<sup>b</sup>9, cf. Posidon.239, Plb.34.2.16, ῥίζαι Ph.l.c., ναυσὶν ἐμπιμπραμέναις Aristid.<i>Or</i>.16.36, εἰ δὲ μὴ σπεύσειεν, ἐμπεπρήσεσθαι τὸ Καπιτώλιον si no se apresuraba, el Capitolio sería quemado</i> Plu.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[quemar]], [[prender fuego a]] c. ac. de pers. ἑτέρους δέ τινας Hdt.4.164, πάσας Ar.<i>Lys</i>.269, τὸ παιδίον Men.<i>Sam</i>.554, Σίμων' Ar.<i>Nu</i>.399<br /><b class="num">•</b>abs. τῷ Λημνίῳ ... πυρὶ ἔμπρησον quéma(me) con fuego lemnio</i> S.l.c.<br /><b class="num">3</b> de pers. y anim. [[chamuscar]] en v. pas. φωνὴ ἐμπεπρημένης ὑός gruñido de cerda chamuscada</i> Ar.<i>V</i>.36<br /><b class="num">•</b>part. subst. Ἐμπιπράμενοι Los chamuscados</i> tít. de una comedia de Cratino, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.26.4, Ἐμπιμπραμένη tít. de una comedia de Menandro, Ath.559e.<br /><b class="num">4</b> fig. [[aterrorizar]] ἁλιῆας de un pez, Nic.<i>Th</i>.824.<br /><b class="num">II</b> intr., en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[incendiarse]] αὐτομάτως ἐμπεπρησμένου τοῦ χάρακος habiéndose incendiado la empalizada espontáneamente</i> Plb.14.4.8.<br /><b class="num">2</b> medic. [[inflamarse]] πνεύμασι ἐμπίπραται ἡ κύστις Aret.<i>SA</i> 2.10.3.<br /><b class="num">3</b> fig. [[encenderse de ira]] ἐγὼ δὲ ἐνεπιμπράμην μέν Luc.<i>Cat</i>.12. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 21 August 2017
English (LSJ)
(pres. not in Hom. who has impf. ἐνέπρηθον,
A v. ἐμπρήθω), 3pl. impf. ἐνεπίμπρασαν Th.6.94; also (as if from ἐμπιπράω) inf. ἐμπιπρᾶν Plu.Cor.26; part. ἐμπιπρῶν Plb.1.53.4: impf. ἐνεπίμπρων X.HG6.5.22: fut. ἐνιπρήσω Il.15.702, ἐμπρήσω Ar.Th.749, 3pl. -πρήσοντι Tab.Heracl.1.145: aor. 1 ἐνέπρησα Hom., etc.: aor. 1 Med. ἐνεπρησάμην PTeb.61 (b).289 (ii B.C.), Q.S.5.485:—Pass., part. ἐμπιπράμενος Hdt.1.19: fut. ἐμπεπρήσομαι (v.l. ἐμπρήσομαι, as in Id.6.9), Paus.4.7.10; Ep.inf. ἐνιπρήσεσθαι Q.S.1.494: aor. ἐνεπρήσθην Hdt. 5.102, 6.25, Th.4.29, etc.: pf. ἐμπέπρησμαι Hdt.8.144 (v.l. -πέπρημαι), Ph.1.391:—kindle, set on fire, πυρὶ νῆας Il.8.182, al.; τῷ Λημνίῳ . . πυρὶ ἔμπρησον S.Ph.801; τὸν [νηὸν] ἐνέπρησαν Hdt.1.19, cf. 5.101, al.: c. gen., πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι burn them by force of fire, Il.16.82; ἐμπιμπράναι οἰκίαν Ar.Nu.1484, cf. Pl.R.471c:—Pass., to be set on fire, Hdt.1.19, etc.; ῥίζαι -πεπρησμέναι Ph. l.c.; to be inflamed, Aret.SA2.10: metaph. of anger, Luc.Cat.12. (Freq. written ἐμπίπρ- in codd., but cf. ἐμπιμπράντων Phld.Ir.p.53 W.)
French (Bailly abrégé)
c. ἐμπίπρημι.
Spanish (DGE)
• Grafía: frec. cód. -πιπρ-
• Morfología: [pres. inf. ἐμπιμπράναι Ar.Nu.1484, part. ἐμπιμπράς X.An.5.2.3, med. pres. ind. ἐμπίπραμαι Hdt.1.19, impf. 3a plu. ἐνεπίμπρασαν Th.6.94, X.HG 6.5.32; fut. 1a sg. ἐνιπρήσω Il.15.702, ἐμπρήσω Ar.Th.749, 3a plu. ἐμπρήσοντι TEracl.1.145 (IV a.C.), med. inf. ἐμπρήσεσθαι Paus.4.7.10, ἐνιπρήσεσθαι Q.S.1.494; aor. ind. 1a sg. ἐνέπρησα Il.9.242, S.Ph.801, inf. ἐνιπρῆσαι Il.13.319, 14.47, med. ind. 1a sg. ἐνεπρησάμην PTeb.61(b).289 (II a.C.), pas. aor. ind. 1a sg. ἐνεπρήσθην Hdt.5.102, 6.25, Th.4.29; perf. med.-pas. ind. 1a sg. ἐμπέπρησμαι Hdt.8.144, Ph.1.391, fut. perf. 3a sg. ἐμπεπρήσεται Hdt.6.9, inf. ἐμπεπρήσεσθαι Plu.Sull.27]
I tr.
1 incendiar frec. en cont. bélico, c. ac. y dat. instrum. πυρὶ νῆας Il.8.182, 217, 12.198, 14.47, cf. LXX 2Pa.36.19, τὴν πόλιν ἐν πυρί LXX De.13.16, cf. Nu.31.10, ἐὰν δέ τι οἱ πολέμιοι πειρῶνται ἐμπιμπράναι ἰσχυρᾷ σκευασίᾳ πυρός Aen.Tact.34.1, c. ac. y gen. αὐτὰς τ' ἐμπρήσειν ... πυρός Il.9.242, μὴ δὴ πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι Il.16.82, sólo c. ac. νῆας ἐνιπρῆσαι Il.13.319, 15.507, cf. Hdt.9.106, Th.6.64, Plb.16.31.5, οἰκήματα Hdt.1.17, cf. Ar.Nu.1484, Pl.R.471a, Herod.2.52, Phld.Ir.24.34, I.BI 1.334, τὰς θύρας Ar.Lys.311, τὰς σκηνὰς ἐρήμους Th.1.49, cf. 6.75, τὸ στρατόπεδον X.HG 1.6.37, cf. Plb.3.43.9, ξύλινον τεῖχος Hdt.4.123, cf. Th.6.102, στοάς Plb.4.62.2, τοῖς ἐμπρήσασι τὰ ἀρχεῖα καὶ τὰ δημόσια γράμματα SIG 684.22 (Dime II a.C.), τὰς μὲν ἀτειχίστους τῶν πόλεων X.l.c., cf. E.Tr.1260, Eu.Matt.22.7, I.Vit.410, PThmouis 1.104.14 (II d.C.), τὰς πόλιας ἐνεπίμπρασαν αὐτοῖσι τοῖσι ἱροῖσι Hdt.6.32, cf. Th.1.108, τὸ τέμενος SIG 372.8 (Samotracia III a.C.), cf. I.BI 5.405, Plb.4.19.6, LXX Io.8.19, I.BI 5.411, D.Chr.11.30, τὸ χρηστήριον τὸ τοῦ Διός Hdt.3.25, τά ἀγάλματα Hdt.3.37, τὸ ἄλσος Hdt.6.75, ἐμπρήσαντός τινος κατὰ μικρὸν τῆς ὕλης Th.4.30, cf. TEracl.l.c., σῖτον Th.6.94, πυ[ρ] οῦ γενήματα PTeb.l.c., cf. PBerl.Leihg.40.8 (II d.C.)
•en v. med. mismo sent. πολλὰς ... ἐμπρησάμενος τῆς πόλεως οἰκοδομίας Procop.Goth.8.33.14
•en v. pas. Σάρδις ... ἐμπεπρῆσθαι ὑπό τε Ἀθηναίων Hdt.5.105, cf. Pl.Grg.469e, Aesop.54, οὔτε τὰ ἱρὰ οὔτε τὰ ἴδια ἐμπεπρήσεται Hdt.6.9, cf. 19, 25, 8.55, 144, συνοικιῶν ἐμπε[πρ] ησμένων BGU 1047.2.13 (II d.C.), τῶν ἐπαύλεων τῶν ἐμπεπρησμένων IMylasa 602.19 (I a.C.), cf. SIG 783.15 (Mantinea I a.C.), cf. D.H.8.68, ληίου ἐμπιμπραμένου ὑπὸ τῆς στρατιῆς Hdt.1.19, νῆσος Th.4.29, ὕλη ἐμπεπρησμένη el bosque incendiado Arist.Pr.906b9, cf. Posidon.239, Plb.34.2.16, ῥίζαι Ph.l.c., ναυσὶν ἐμπιμπραμέναις Aristid.Or.16.36, εἰ δὲ μὴ σπεύσειεν, ἐμπεπρήσεσθαι τὸ Καπιτώλιον si no se apresuraba, el Capitolio sería quemado Plu.l.c.
2 quemar, prender fuego a c. ac. de pers. ἑτέρους δέ τινας Hdt.4.164, πάσας Ar.Lys.269, τὸ παιδίον Men.Sam.554, Σίμων' Ar.Nu.399
•abs. τῷ Λημνίῳ ... πυρὶ ἔμπρησον quéma(me) con fuego lemnio S.l.c.
3 de pers. y anim. chamuscar en v. pas. φωνὴ ἐμπεπρημένης ὑός gruñido de cerda chamuscada Ar.V.36
•part. subst. Ἐμπιπράμενοι Los chamuscados tít. de una comedia de Cratino, Clem.Al.Strom.6.26.4, Ἐμπιμπραμένη tít. de una comedia de Menandro, Ath.559e.
4 fig. aterrorizar ἁλιῆας de un pez, Nic.Th.824.
II intr., en v. med.-pas.
1 incendiarse αὐτομάτως ἐμπεπρησμένου τοῦ χάρακος habiéndose incendiado la empalizada espontáneamente Plb.14.4.8.
2 medic. inflamarse πνεύμασι ἐμπίπραται ἡ κύστις Aret.SA 2.10.3.
3 fig. encenderse de ira ἐγὼ δὲ ἐνεπιμπράμην μέν Luc.Cat.12.