ἐξαραιόω: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(6_4) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξᾰραιόω''': -αίωσις, ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[ἀραιόω]], -αίωσις, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 6, π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2. | |lstext='''ἐξᾰραιόω''': -αίωσις, ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[ἀραιόω]], -αίωσις, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 6, π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=fisiol. [[quitar densidad]] a un líquido, [[rarificar]] τὰ μαλάγματα ... λεπτῦναι ἢ ἐξαραιῶσαι ἢ οὔρησιν τρέψαι Aret.<i>CA</i> 2.6.4, cf. Aët.12.49, en v. pas. ὅταν ... τὸ δὲ λεπτομερὲς ἐξαραιωθῇ ref. a la humedad, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.180<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[perder densidad]], [[enrarecerse]] αἱ δὲ σηπόμεναι σάρκες οὐδὲν ἄλλο πάσχουσιν ἢ ... ἐξαραιοῦνται καὶ ῥέουσιν Plu.2.659b. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 21 August 2017
English (LSJ)
ἐξαραί-ωσις, strengthd. for ἀραι-όω, -ωσις, Aret.CA2.6, SA 2.2.
German (Pape)
[Seite 871] verstärktes simplex, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰραιόω: -αίωσις, ἐπιτεταμ. ἀντὶ ἀραιόω, -αίωσις, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 6, π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2.
Spanish (DGE)
fisiol. quitar densidad a un líquido, rarificar τὰ μαλάγματα ... λεπτῦναι ἢ ἐξαραιῶσαι ἢ οὔρησιν τρέψαι Aret.CA 2.6.4, cf. Aët.12.49, en v. pas. ὅταν ... τὸ δὲ λεπτομερὲς ἐξαραιωθῇ ref. a la humedad, Chrysipp.Stoic.2.180
•en v. med. perder densidad, enrarecerse αἱ δὲ σηπόμεναι σάρκες οὐδὲν ἄλλο πάσχουσιν ἢ ... ἐξαραιοῦνται καὶ ῥέουσιν Plu.2.659b.