κυνοκεφάλιον: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_21) |
(eksahir) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠνοκεφάλιον''': τό, [[βοτάνιον]] χορτῶδες, τὸ [[κυρίως]] καλούμενον [[ψύλλιον]], Διοσκ. ἐν Νόθ. 4. 70· ― παρ’ Ἡσυχ. κυνοκεφάλαιον, = [[ἀνεμώνη]]. | |lstext='''κῠνοκεφάλιον''': τό, [[βοτάνιον]] χορτῶδες, τὸ [[κυρίως]] καλούμενον [[ψύλλιον]], Διοσκ. ἐν Νόθ. 4. 70· ― παρ’ Ἡσυχ. κυνοκεφάλαιον, = [[ἀνεμώνη]]. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[boca de dragón]], [[ínula]], [[pequeño papión]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 22 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A = ἀντίρρινον, Sch.Orib.2.744, Ps.-Dsc.4.130; = ψύλλιον, ib.69, cf. PMag.Lond.46.198:—also κῠνο-κεφᾰλίδιον, ib.121.602; but κῠνο-κεφάλαιον, = ἀνεμώνη, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοκεφάλιον: τό, βοτάνιον χορτῶδες, τὸ κυρίως καλούμενον ψύλλιον, Διοσκ. ἐν Νόθ. 4. 70· ― παρ’ Ἡσυχ. κυνοκεφάλαιον, = ἀνεμώνη.