στρύχνον: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(6_21) |
(eksahir) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρύχνον''': τό, = τῷ ἐπομ., Νικ. Θηρ. 878, Διοσκ. 4. 72· - στρύχνη, ἡ, [[εἶναι]] ἀμφίβολ. | |lstext='''στρύχνον''': τό, = τῷ ἐπομ., Νικ. Θηρ. 878, Διοσκ. 4. 72· - στρύχνη, ἡ, [[εἶναι]] ἀμφίβολ. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[adormidera]], [[solano]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
τό (also στρύχνος, ὁ, v. infr.), name of various plants: 1 σ. ἁλικάκκαβον, winter cherry, Physalis Alkekengi, Dsc. 4.71, Plin.HN21.177. 2 σ. κηπαῖον, hound's berry, Solanum nigrum, Dsc.4.70; v.l. στρύχνος, ὁ, and so Thphr.HP7.15.4. 3 σ. μανικόν (στρύχνος μανικός ib.9.11.6), thorn-apple, Datura Stramonium, Dsc.4.73. 4 σ. ὑπνωτικόν (στρύχνος ὑπνώδης Thphr.HP9.11.5), sleepy nightshade, Withania somnifera, Dsc.4.72 (στρύχνος is f.l. for στρίφνος in LXX Jb.20.18, and στρύχνον for τρύχνον in Nic.Th. 878).
Greek (Liddell-Scott)
στρύχνον: τό, = τῷ ἐπομ., Νικ. Θηρ. 878, Διοσκ. 4. 72· - στρύχνη, ἡ, εἶναι ἀμφίβολ.