μακροχρόνιος: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(6_16)
(strοng)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακροχρόνιος''': -ον, διαρκῶν ἐπὶ μακρὸν χρόνον, ἢ ζῶν ἐπὶ [[μακρόν]], παραμένων, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085· τὸ μακροχρόνιον = ἡ [[μακροχρονιότης]], τοῦ λιμοῦ τὸ μακροχρόνιον, ἡ ἐπὶ πολὺν χρόνον [[διάρκεια]] [[αὐτοῦ]], Ἀγαθαρχίδ. περὶ Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 56.
|lstext='''μακροχρόνιος''': -ον, διαρκῶν ἐπὶ μακρὸν χρόνον, ἢ ζῶν ἐπὶ [[μακρόν]], παραμένων, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085· τὸ μακροχρόνιον = ἡ [[μακροχρονιότης]], τοῦ λιμοῦ τὸ μακροχρόνιον, ἡ ἐπὶ πολὺν χρόνον [[διάρκεια]] [[αὐτοῦ]], Ἀγαθαρχίδ. περὶ Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 56.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[μακρός]] and [[χρόνος]]; [[long]]-timed, i.e. [[long-lived]]: [[live]] [[long]].
}}
}}

Revision as of 17:51, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροχρόνιος Medium diacritics: μακροχρόνιος Low diacritics: μακροχρόνιος Capitals: ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΟΣ
Transliteration A: makrochrónios Transliteration B: makrochronios Transliteration C: makrochronios Beta Code: makroxro/nios

English (LSJ)

ον,

   A lasting a long time, lingering, Hp.Epid.3.7; πυρετός Gal.17(2).739 (Sup.); τὸ μ. long duration, Agatharch.83.    2 dwelling a long time, LXX Ex.20.12, al.    3 long-lived, Ep.Eph.6.3; βοῦς Porph. VP24 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροχρόνιος: -ον, διαρκῶν ἐπὶ μακρὸν χρόνον, ἢ ζῶν ἐπὶ μακρόν, παραμένων, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085· τὸ μακροχρόνιον = ἡ μακροχρονιότης, τοῦ λιμοῦ τὸ μακροχρόνιον, ἡ ἐπὶ πολὺν χρόνον διάρκεια αὐτοῦ, Ἀγαθαρχίδ. περὶ Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 56.

English (Strong)

from μακρός and χρόνος; long-timed, i.e. long-lived: live long.