χρυσοπαγής: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_8) |
(47c) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσοπᾰγής''': -ές, ᾠκοδομημένος ἐκ χρυσοῦ, χρυσόκτιστος, χρυσοπαγῆ δώματα θεῶν Ἐπίγρ. ἔμμετρ. Ἄργους L. et F. 142. | |lstext='''χρῡσοπᾰγής''': -ές, ᾠκοδομημένος ἐκ χρυσοῦ, χρυσόκτιστος, χρυσοπαγῆ δώματα θεῶν Ἐπίγρ. ἔμμετρ. Ἄργους L. et F. 142. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />χτισμένος με ή από χρυσό («χρυσοπαγῆ δώματα θεῶν», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πᾱγ</i>- του [[πήγνυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καινο</i>-<i>παγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A built of gold, δώματα IG4.620.14 (Argos).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοπᾰγής: -ές, ᾠκοδομημένος ἐκ χρυσοῦ, χρυσόκτιστος, χρυσοπαγῆ δώματα θεῶν Ἐπίγρ. ἔμμετρ. Ἄργους L. et F. 142.
Greek Monolingual
-ές, Α
χτισμένος με ή από χρυσό («χρυσοπαγῆ δώματα θεῶν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -παγής (< θ. πᾱγ- του πήγνυμι), πρβλ. καινο-παγής].