ψιαίνω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(6_20)
(47c)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψιαίνω''': παρ’ Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. τὸ ψιῆναι ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ψίξαι, πρότερον ἐφέρετο ἡμαρτημένον ψέξαι.
|lstext='''ψιαίνω''': παρ’ Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. τὸ ψιῆναι ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ψίξαι, πρότερον ἐφέρετο ἡμαρτημένον ψέξαι.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ψίω, [[ψιάζω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[άλλο]] τ. του ρ. [[ψιάζω]].
}}
}}

Revision as of 06:16, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1399] = ψίω, ψιάζω, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ψιαίνω: παρ’ Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. τὸ ψιῆναι ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ψίξαι, πρότερον ἐφέρετο ἡμαρτημένον ψέξαι.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ψίω, ψιάζω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. του ρ. ψιάζω.