ἀλεξήνωρ
From LSJ
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A aiding man, asname of physician, Paus.2.11.6 (in Dor.form -άνωρ).
German (Pape)
[Seite 92] ορος, ὁ, Beiname des Aesculap, den Männern beistehend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεξήνωρ: -ορος, ὁ, βοηθῶν ἄνδρα, περὶ ἰατροῦ, Παυσ. 2. 11, 6. Ἐν Δωρ. τύπῳ -άνωρ.
Greek Monolingual
ἀλεξήνωρ, δωρικός τύπος ἀλεξάνωρ, ο (Α)
1. αυτός που βοηθά τους άνδρες
2. ως όνομα γιατρού (Αλεξάνωρ οΜαχάωνος του Ασκληπιού).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέξω + -ήνωρ < ἀνήρ.