άμορφος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμορφος, -ον)
αυτός που δεν έχει ορισμένη μορφή, σχήμα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ωραία μορφή, δύσμορφος, άσχημος
2. ταπεινωτικός, ατιμωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μορφή.
ΠΑΡ. αμορφία
αρχ.
ἀμόρφωτος, ἀμορφύνω, ἀμορφῶ].