ἀναγεννητικός

From LSJ
Revision as of 15:27, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγεννητικός Medium diacritics: ἀναγεννητικός Low diacritics: αναγεννητικός Capitals: ΑΝΑΓΕΝΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anagennētikós Transliteration B: anagennētikos Transliteration C: anagennitikos Beta Code: a)nagennhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to produce, εἰδώλων Iamb.Myst.3.28 (dub. l.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγεννητικός: -ή, -όν, = ἱκανὸς νὰ ἀναπαραγάγῃ, τινὸς Ἰαμβ. Μυστ. 3. 28.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
generador, creador δραστικῶν εἰδώλων Iambl.Myst.3.28 (var.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἀναγεννητικός, -ή, -όν) αναγεννῶ
ο ικανός να αναπαράγει ή να ξαναδημιουργεί, αναζωογονητικός.