αλογομούλαρο
From LSJ
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
το
1. άλογο που έχει ιδιότητες μουλαριού, δηλ. αντοχή σε φορτίο, πορεία ή ανάβαση σε ορεινούς τόπους
2. στον πληθ. τα αλογομούλαρα
άλογα και μουλάρια μαζί·
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + μουλάρι].