αλογομούλαρο

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source

Greek Monolingual

το
1. άλογο που έχει ιδιότητες μουλαριού, δηλ. αντοχή σε φορτίο, πορεία ή ανάβαση σε ορεινούς τόπους
2. στον πληθ. τα αλογομούλαρα
άλογα και μουλάρια μαζί·
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + μουλάρι].