αλογομούλαρο
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
το
1. άλογο που έχει ιδιότητες μουλαριού, δηλ. αντοχή σε φορτίο, πορεία ή ανάβαση σε ορεινούς τόπους
2. στον πληθ. τα αλογομούλαρα
άλογα και μουλάρια μαζί·
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + μουλάρι].