αλευρόκολλα

From LSJ
Revision as of 23:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

η
1. κόλλα από αλεύρι (βράζεται με ανάλογο νερό)
2. η αζωτούχος ύλη τών δημητριακών, αλλ. γλουτένη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + κόλλα.