ἀτεραμνώδης
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ες,
A not to be softened, ὕδατα Gal.17(2).187.
German (Pape)
[Seite 385] ες, vom Wasser, hart, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτεραμνώδης: -ες, (εἶδος ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μαλακώσῃ, νὰ καταστήσῃ μαλακόν, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ες duro ὕδατα Gal.17(2).187.
Greek Monolingual
ἀτεραμνώδης, -ες (Α)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να μαλακώσει.