αν-
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
(Α ἀν-) στερ. μόρφημα (άνεργος, αναίτιος, ανίδεος κ. τ. ό)
βλ. Α, α (το α ως πρόθεμα, 1. στερητικό).
Russian (Dvoretsky)
(ᾰ) отриц. приставка (ἀ privativum) перед начальной гласной не- (ἀναμφίλογος несомненный), без- (ἀναίσχυντος бесстыдный).