βραχυστομία

From LSJ
Revision as of 14:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχυστομία Medium diacritics: βραχυστομία Low diacritics: βραχυστομία Capitals: ΒΡΑΧΥΣΤΟΜΙΑ
Transliteration A: brachystomía Transliteration B: brachystomia Transliteration C: vrachystomia Beta Code: braxustomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A smallness of mouth, Eust.767.16.

German (Pape)

[Seite 462] ἡ, die enge Mündung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχυστομία: ἡ, τὸ ἔχειν βραχύ, μικρὸν στόμα, Εὐστ. 767. 16.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ pequeñez de boca βρεφικὴ β. Eust.767.15.

Greek Monolingual

βραχυστομία, η (Μ)
(για βρέφος) το ότι έχει μικρό στόμα και χρειάζεται ειδικό τάισμα.