ἀκαμψία

From LSJ
Revision as of 14:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαμψία Medium diacritics: ἀκαμψία Low diacritics: ακαμψία Capitals: ΑΚΑΜΨΙΑ
Transliteration A: akampsía Transliteration B: akampsia Transliteration C: akampsia Beta Code: a)kamyi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A inflexibility, Arist. PA654a24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαμψία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκάμπτου, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 2. 8, 9.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ rigidez ἀκανθῶν Arist.PA 654a24.

Greek Monolingual

η (Α ἀκαμψία) ἄκαμπτος
(κυριολεκτικά και μεταφορικά)
η ιδιότητα του άκαμπτου, αλυγισιά, δυσκολία ή αδυναμία κάποιου να λυγίσει
«ακαμψία χειρός», «ακαμψία χαρακτήρος».

Russian (Dvoretsky)

ἀκαμψία: ἡ негибкость (τῆς φωνῆς Arst.).