διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
το Ιατρ.
συλλογή αίματος σε κοιλότητα ή ιστό του σώματος ως αποτέλεσμα αιμορραγίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. (αι)μάτωμα παράγεται από το ρ. (αι)ματώνω. Ο επιστημον. όρος αιμάτωμα προέρχεται από το haematoma, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < ρ. αἱματῶ (-όω)].