άπιον

From LSJ
Revision as of 11:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source

Greek Monolingual

ἄπιον, το κ. ἄπιος, η (Α)
1. απίδι, αχλάδι
2. απιδιά, αχλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με λατ. pirum, pirus, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό επίθημα α- και θ. piso. Σύγχυση παρατηρείται ως προς τη χρήση του ουδ. και θηλ. Ο τ. το άπιον σημαίνει κυρίως «αχλάδι» και άπαξ «αχλαδιά», προς διάκριση από τη λ. άχερδος «αγριαχλαδιά», ενώ το θηλ. η άπιος χρησιμοποιείται με βασική σημ. «αχλαδιά» (Θεόφρ., Διοσκ., Γαλ.) και σπάνια με σημ. «αχλάδι».
ΣΥΝΘ. απιοειδής].