αλπινιστής

From LSJ
Revision as of 23:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ίστρια)
1. αυτός που επιδίδεται στον αλπινισμό, ο ορειβάτης
2. στη στρατιωτική γλώσσα στον πληθυντικό αλπινιστές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στα Ελληνικά του γαλλ. alpiniste].