αιγωλιός
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
αἰγωλιός και αἰγώλιος, ο (Α)
είδος μικρής κουκουβάγιας, πιθανώς το είδος Strix flammea.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αγνωστης ετυμολ.].