αλευρέμπορος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
ο
έμπορος αλεύρων, αλευροπώλης, αλευράς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + έμπορος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλευρεμπόριο].