αισχίων
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Greek Monolingual
αἰσχίων, -ον (Α)
συγκριτικός του αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ βλ. λ. αἶσχος).