τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
αἱμόρρυτος, -ον (Α)αυτός από τον οποίο ρέει, στάζει αίμα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + ῥυτὸς < ῥέω].