δακτυλιουργός

From LSJ
Revision as of 15:51, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλιουργός Medium diacritics: δακτυλιουργός Low diacritics: δακτυλιουργός Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: daktyliourgós Transliteration B: daktyliourgos Transliteration C: daktyliourgos Beta Code: daktuliourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A ring-maker, Philyll.15, Pherecr.207.

German (Pape)

[Seite 520] ὁ, der Siegelringe macht, Pherecr. Poll. 7, 179 u. Philyll. ib. 108.

Greek (Liddell-Scott)

δακτυλιουργός: ὁ, ὁ κατασκευάζων δακτυλίους, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 77.

Spanish (DGE)

(δακτῠλιουργός) -οῦ, ὁ fabricante de anillos Pherecr.234, Philyll.14.

Greek Monolingual

δακτυλιουργός, ο (Α) ο τεχνίτης που κατασκευάζει δαχτυλίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -ουργός < έργον].