δοκάζω

From LSJ
Revision as of 13:58, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκάζω Medium diacritics: δοκάζω Low diacritics: δοκάζω Capitals: ΔΟΚΑΖΩ
Transliteration A: dokázō Transliteration B: dokazō Transliteration C: dokazo Beta Code: doka/zw

English (LSJ)

   A wait for, πλόον Sophr.52, cf. S.Fr.221.23.

German (Pape)

[Seite 652] = δοκεύω, beobachten, abpassen, Sophr. bei Demetr. Phal. 151.

Greek (Liddell-Scott)

δοκάζω: μέλλ. -άσω, περιμένω, Σώφρων παρὰ Δημ. Φαλ. 151.

Spanish (DGE)

estar a la espera πλόον δοκάζω Sophr.52, cf. S.Fr.221.23, cf. ἐδόκαζεν· ἀπεδέχετο Hsch.

Greek Monolingual

δοκάζω (Α)
1. παρατηρώ
2. περιμένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός κατά τα σε –άζω από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δεκ- του δέχομαι, όπως εξάλλου και το δοκώ].