δώμα

From LSJ
Revision as of 10:21, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

το (AM δῶμα)
1. επίπεδη στέγη σπιτιού, ταράτσα
2. μέρος σπιτιού, διαμέρισμα («τα δώματα της βασίλισσας»)
μσν.- νεοελλ.
«ουράνιο δώμα» — ουρανός, ουράνιος θόλος
αρχ.
1. σπίτι
2. οικογένεια, γενιά
3. ναός
4. φρ. «κατὰ δώμα» — στο σπίτι
5. «δῶμ’ Ἀΐδαο» — ο κάτω κόσμος
6. «δῶμα Καδμεῖον» — η Θήβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δώμα εμφανίζει πιθ. την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας dem- η οποία απαντά στα δεσπότης, δόμος. Η σύνδεση με αρμ. tun «σπίτι», γεν. tan είναι αμφίβολη. Από άλλους υποστηρίχθηκε ότι η λ. προήλθε από την αιτιατική ενός αρσενικού ονόματος dōmm που έφερε την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας και το οποίο λόγω της καταλήξεως -μα θεωρήθηκε ως ουδέτερο].