ἐλαιοθέτης
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ου, ὁ,
A official who supplied oil, IG5(2).50 (Tegea, ii A.D.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ proveedor de aceite funcionario efébico en el gimnasio IG 5(2).50.77 (Tegea II d.C.), cf. Belleten 29.1965.596.7a (Lébedo).
Greek Monolingual
ἐλαιοθέτης, ο (Α)
(τίτλος ειδικού υπαλλήλου), ο προμηθευτής ή αποθηκάριος λαδιού.