ἀντικάθημαι
From LSJ
English (LSJ)
Ion. ἀντικάτ-, properly pf. of ἀντικαθίζομαι, butused as pres.:—
A to be set over against, τινί Archyt. ap. Stob.4.1.138. 2 mostly of armies or fleets, lie over against, so as to watch each other, ἡμέραι σφι ἀντικατημένοισι ἐγεγόνεσαν ὀκτώ Hdt.9.39, cf. 41, Th.5.6, X.Eq.Mag.8.12, etc.: metaph., λόγος ἀ. τινι S.E.M.1.145.
German (Pape)
[Seite 252] = ἀντικαθέζομαι, Her. 9, 33. 44; ἀντικάθωνται Xen. Hipparch. 8, 20; ἀντεκάθητο ἐπὶ τῷ Κερδυλίῳ Thuc. 5, 6; ἀλλήλοις μετὰ στρατοπέδων Pol. 3, 49.