χρυσόπορος

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

German (Pape)

[Seite 1382] golden hindurchgehend, μίτοι Paul. Sil. ecphr. 388.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπορος: -ον, ὁ ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένος, μίτοι χρ., κλωσταὶ ἐκ χρυσοῦ, Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 388, ὕποπτ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
χρυσοποίκιλτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πορος (< πόρος), πρβλ. ὑδρό-πορος, αν δεν πρόκειται για δ. γρφ. αντί του χρυσοφόρος.