ἕνδυο

From LSJ
Revision as of 16:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕνδῠο Medium diacritics: ἕνδυο Low diacritics: ένδυο Capitals: ΕΝΔΥΟ
Transliteration A: héndyo Transliteration B: hendyo Transliteration C: endyo Beta Code: e(/nduo

English (LSJ)

Adv.

   A one-two, i.e. quickly, Men.198.

German (Pape)

[Seite 836] erkl. Suid. ταχέως u. führt aus Men. an παρέσομαι ἕνδυο, wie wir: eins, zwei, drei.

Greek (Liddell-Scott)

ἕνδυο: ἐπίρρ., ἕως οὗ νὰ εἴπῃ τις ἓν δύο, δηλ. ταχέως, Μένανδρ. ἐν «’Εφεσίῳ» 4. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 61.

Spanish (DGE)

• Grafía: diuissim ἓν δύο Ael.Ep.9
adv. uno-dos, e.e., rápidamente, en un plisplas παρέσομαι γὰρ ἕνδυο Men.Fr.152.

Greek Monolingual

ἕνδυο, (Α)
επίρρ. όσο χρόνο χρειάζεται για να προφέρει κανείς τα αριθμητικά εν-δυο, πολύ γρήγορα.